- πορφυράς
- ὁ, Μ [πορφύρα]βαφέας, τεχνίτης που βάφει πορφυρά υφάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόρφυρας — ο, Ν 1. ο καρχαρίας 2. ως κύριο όν. Πόρφυρας τίτλος ποιήματος τού Δ. Σολωμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρφυρος < πορφυρός (πρβλ. ποταμός: πόταμος), κατά τα αρσ. σε ας ] … Dictionary of Greek
Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του … Dictionary of Greek
πορφυρᾶς — πορφύρεος heaving fem acc pl (attic) πορφυρᾶ̱ς , πορφύρεος heaving fem gen sg (attic) πορφυρεύς fisher for purple fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρας — πορφύρᾱς , πορφύρα purple fish fem acc pl (ionic) πορφύρᾱς , πορφύρα purple fish fem gen sg (attic doric ionic aeolic) πορφύ̱ρᾱς , πορφύρω heaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρφυρας — πόρφῡρας , πορφύρω heaves aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
Porfiras — (Greek: Πόρφυρας ) is a literary periodical published in Corfu since 1980. [ [http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Porfiras/110/2.html πόρφυρας ] ] The title of the periodical is a dialect word for shark taken from a poem of the same title by… … Wikipedia
багрѧница — БАГРѦНИЦ|А (22), Ѣ ( А) с. 1.Пряжа или ткань багрового цвета: и начати древодѣльство дѣ˫ати злато и сребро. и мѣдь и синету и багрѩницю. и червьленицю. и поставъ и все спрѩдениѥ. и камычноѥ дѣло. и всѩ извани˫а. Пал 1406, 132г; и ѥще ризу творѩху … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σητείας — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Σητείας εγκαινιάστηκε το 1984, για να στεγάσει τα πολυάριθμα ευρήματα της περιοχής. Ένα μέρος από αυτά τα ευρήματα εκτίθεται στο Μουσείο Hρακλείου (αίθουσα Zάκρου) και στο Mουσείο Aγίου Nικολάου. Aν η επίσκεψή σας στο… … Dictionary of Greek